- λήρως
- λήρως (Μ)επίρρ. βλ. λήρος (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήρως — λή̱ρως , λῆρος trash masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
ληροφρονώ — ληροφρονῶ, έω (Α) σκέπτομαι ανόητα, ανοηταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήρως + φρονῶ] … Dictionary of Greek